ἐγκρίνεται

ἐγκρίνεται
ἐγκρί̱νεται , ἐγκρίνω
reckon in
aor subj mid 3rd sg (epic)
ἐγκρί̱νεται , ἐγκρίνω
reckon in
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • έγκριση — (Νομ.). Η απαιτούμενη –σε ορισμένες περιπτώσεις– συγκατάθεση ενός προσώπου μετά την επιχείρηση μιας δικαιοπραξίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί το κύρος της και μάλιστα αναδρομικά. Έτσι, η εκ των υστέρων έ. των πράξεων ενός δικηγόρου που ενήργησε… …   Dictionary of Greek

  • въсоудитисѧ — ВЪСОУ|ДИТИСѦ (1*), ЖОУСѦ, ДИТЬСѦ гл. Быть признанным: таче ˫авивъшю ѥмѹ терпѣниѥ… и ˫авивыисѩ достоинъ и ключимъ то въ ст҃ое стадо въсѹдивъсѩ. (ἐγκρίνεται) ГА XIII–XIV 146в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • νικώ — και ανικώ, άω (ΑΜ νικῶ, άω, Α ιων. τ. νικέω, αιολ. δωρ. τ. νίκημι) 1. καταβάλλω κάποιον σε μάχη, μονομαχία ή άλλη αναμέτρηση, βγαίνω νικητής, υπερισχύω σε μάχη ή αγώνα υλικό, πνευματικό ή ηθικό 2. (γενικά) καθυποτάσσω, επιβάλλομαι (α. «κάλλει… …   Dictionary of Greek

  • προϋπολογισμός κρατικός — Το έγγραφο που καθορίζει το ύψος των εσόδων και των εξόδων του κράτους μέσα σε μία οικονομική χρήση και εγκρίνεται κατά διάφορες διαδικασίες στην κάθε χώρα. Ενώ είναι σωστό να μιλάμε για προβλέψεις σχετικά με τα έσοδα –που είναι αντικείμενο ενός… …   Dictionary of Greek

  • εγκριτικός — ή, ό 1. που εγκρίνεται, ο άξιος έγκρισης, παραδεκτός. 2. διακεκριμένος, διαπρεπής, επίλεκτος: Είναι έγκριτος γιατρός της πόλης μας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υπερψήφιση — η το να εγκρίνεται κάτι με ψηφοφορία, η έγκριση, η αποδοχή: Έγινε η υπερψήφιση της πρότασης του βουλευτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”